θερίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θερίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θερίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θερίζω
- θα θερίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θερίζω