θεωρητικολογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θεωρητικολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεωρητικολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεωρητικολογώ
  3. θα θεωρητικολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεωρητικολογώ