θησαυρίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

θησαυρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θησαυρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θησαυρίζω
  3. θα θησαυρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θησαυρίζω