θησαυρίσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

θησαυρίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θησαυρίζω
  2. θα θησαυρίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θησαυρίζω