ιδεακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ιδεακός (el)

  • που αφορά ιδέα (όχι κάτι ιδανικό ή ιδεατό)