ιδιωτικοποιηθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ιδιωτικοποιηθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιδιωτικοποιούμαι
- θα ιδιωτικοποιηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιδιωτικοποιούμαι