ιδιόγραφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδιόγραφα < ιδιόγραφος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ιδιόγραφα και ιδιογράφως

  • γράφοντας (κάποιος κάτι) με το ίδιο του το χέρι, χωρίς να χρησιμοποιηθεί γραμματέας ή κάποιο μηχάνημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]