ιδωθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ιδωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βλέπομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βλέπομαι
  3. θα ιδωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βλέπομαι