ιριδίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ιριδίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιριδίζω
- θα ιριδίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιριδίζω