καγχάζεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καγχάζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καγχάζω



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καγχάζεις