καδρονιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καδρονιάζω < καδρόνι

καδρονιάζω

  1. στήνω καδρόνια
  2. μετατρέπω ακατέργαστο ξύλο σε καδρόνι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]