καθαρογραφηθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καθαρογραφηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος καθαρογραφώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος καθαρογραφώ
  3. θα καθαρογραφηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα παθητικής φωνής του ρήματος καθαρογραφώ