κακογραφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κακογραφώ (el)
- γράφω στρεβλώνωντας τα σχήματα των γραμμάτων καθιστώντας δύσκολη την ανάγνωση
- είμαι ατάλαντος στον γραπτό λόγο