κακογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

κακογραφώ (el)

  1. γράφω στρεβλώνωντας τα σχήματα των γραμμάτων καθιστώντας δύσκολη την ανάγνωση
  2. είμαι ατάλαντος στον γραπτό λόγο