Μετάβαση στο περιεχόμενο

κακογραφώ

Από Βικιλεξικό

κακογραφώ (el)

  1. γράφω στρεβλώνωντας τα σχήματα των γραμμάτων καθιστώντας δύσκολη την ανάγνωση
  2. είμαι ατάλαντος στον γραπτό λόγο