κακοθανατίσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κακοθανατίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κακοθανατίζω
- θα κακοθανατίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κακοθανατίζω