κακομάθεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κακομάθεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κακομαθαίνω
- θα κακομάθεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κακομαθαίνω