καλησπερίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καλησπερίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καλησπερίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλησπερίζω
- θα καλησπερίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλησπερίζω