καλοκαιρέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καλοκαιρέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καλοκαιρεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλοκαιρεύω
- θα καλοκαιρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλοκαιρεύω