καλομιλήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καλομιλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καλομιλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλομιλώ
  3. θα καλομιλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλομιλώ