καλοπαντρευτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καλοπαντρευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλοπαντρεύομαι
  2. θα καλοπαντρευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλοπαντρεύομαι