καλοπεράσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καλοπεράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καλοπερνάω & καλοπερνώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλοπερνάω & καλοπερνώ
  3. θα καλοπεράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλοπερνάω & καλοπερνώ