καλοσυνέψουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καλοσυνέψουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλοσυνεύω
  2. θα καλοσυνέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλοσυνεύω