καπηλεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπηλεύομαι < κάπηλος

Ρήμα[επεξεργασία]

καπηλεύομαι

  • εκμεταλλεύομαι ευγενικές ιδέες για ίδιο όφελος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]