καρπαζώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]καρπαζώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καρπαζώνω
- θα καρπαζώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καρπαζώνω