κατ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατ ουδέτερο άκλιτο
- διεγερτικό φυτό με αρχική προέλευση το Κέρας της Αφρικής και την Αραβική Χερσόνησο
- Το κατ εμπεριέχει το αλκαλοειδές διεγερτικό καθινόνη, το οποίο λέγεται ότι προκαλεί ενθουσιασμό, απώλεια της όρεξης και ευφορία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(• Yemen: qat, gat • Somalia: qaat, jaad • Ethiopia: chat)