καταγγείλετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταγγείλετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταγγέλλω
- θα καταγγείλετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταγγέλλω