καταζητούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταζητούμαι < καταζητώ
Ρήμα[επεξεργασία]
καταζητούμαι
- που με καταζητούν οι αρχές
- (μεταφορικά) που με αναζητούν με μανία, σαν καταζητούμενο