καταμαυρίσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]καταμαυρίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταμαυρίζω
- θα καταμαυρίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταμαυρίζω