καταστάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

καταστάς

  • μετοχή ενεργητικού αορίστου, αρσενικού γένους του ρήματος καθίσταμαι