καταφέρεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταφέρεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφέρνω
- θα καταφέρεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρνω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταφέρεις
- β' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος καταφέρω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου του ρήματος καταφέρω
- θα καταφέρεις: β' ενικό οριστικής εξακολουθητικού και στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρω