καταφερθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

καταφερθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταφέρομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφέρομαι
  3. θα καταφερθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρομαι