καταύγαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταύγαση < καταυγάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταύγαση θηλυκό

  1. η ενέργεια του καταυγάζω
  2. ο καθορισμός του ακριβούς στόχου κατά τη σκόπευση με τη χρήση φωτεινής δέσμης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]