καταύγαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταύγαση < καταυγάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταύγαση θηλυκό
- η ενέργεια του καταυγάζω
- ο καθορισμός του ακριβούς στόχου κατά τη σκόπευση με τη χρήση φωτεινής δέσμης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταύγαση
|