κατηφορίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατηφορίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατηφορίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατηφορίζω
- θα κατηφορίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατηφορίζω