κατονομάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κατονομάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατονομάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατονομάζω
  3. θα κατονομάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατονομάζω