κατονομάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατονομάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατονομάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατονομάζω
- θα κατονομάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατονομάζω