κεντρίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κεντρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κεντρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεντρίζω
- θα κεντρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεντρίζω