κερδηθούμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κερδηθούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κερδίζομαι
  2. θα κερδηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κερδίζομαι