κοιμίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κοιμίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κοιμίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοιμίζω
  3. θα κοιμίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοιμίζω