κοινωνιολογική γλωσσολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κοινωνιολογική γλωσσολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- → δείτε τη λέξη κοινωνιογλωσσολογία
κοινωνιολογική γλωσσολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό