κουρδίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κουρδίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κουρδίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουρδίζω
  3. θα κουρδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουρδίζω