κουρδίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κουρδίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κουρδίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουρδίζω
- θα κουρδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουρδίζω