κραυγάσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κραυγάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κραυγάζω
- θα κραυγάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κραυγάζω