κρεβατώσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κρεβατώσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρεβατώνω
- θα κρεβατώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρεβατώνω