κριμαϊκή ταταρική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κριμαϊκή ταταρική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η κριμαϊκή ταταρική γλώσσα → δείτε τη λέξη κριμαϊκά ταταρικά
Δείτε επίσης : Κατηγορία:Κριμαϊκή ταταρική γλώσσα |
κριμαϊκή ταταρική θηλυκό, μόνο στον ενικό