κρυφογκέι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρσενικό άκλιτο, σπανίως και θηλυκό (προτιμάται το κρυφολεσβία)