κρυφοκοιταχτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κρυφοκοιταχτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρυφοκοιτάζομαι
  2. θα κρυφοκοιταχτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρυφοκοιτάζομαι