κρυφοσμίξετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κρυφοσμίξετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρυφοσμίγω
- θα κρυφοσμίξετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρυφοσμίγω