κύσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κύσσω

  • ποιητικός τύπος του κύσω, α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα του ρήματος κυνέω (φιλώ)