λάινσμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

λάινσμαν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάινσμαν < αγγλική linesman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάινσμαν αρσενικό άκλιτο

  • (αθλητισμός) ο ένας από τους δύο βοηθητικούς διαιτητές στο ποδόσφαιρο που κινούνται κατά μήκος των μακρών πλευρών του γηπέδου

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]