λειτουργέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λειτουργέω παρασύνθετο του λειτουργός

λειτουργέω - λειτουργῶ (συνηρημένο)

  1. τελώ δημόσια θρησκευτική λειτουργία
  2. λαμβάνω μέρος σε θρησκευτική λειτουργία
  3. προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου έξοδα

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]