λινγκάλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λινγκάλα < lingala
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
λινγκάλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που ανήκει στην οικογένεια μπαντού. Μιλιέται στο βορειοδυτικό τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (Κονγκό-Κινσάσα, πρώην Ζαΐρ), σε ένα μεγάλο τμήμα της Δημοκρατίας του Κονγκό (Κονγκό-Μπραζαβίλ) και σε μικρότερο βαθμό στην Αγκόλα και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- κωδικός γλώσσας: ln