λινγκάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα λινγκάλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λινγκάλα < lingala

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

H περιοχή όπου μιλάνε τη γλώσσα λινγκάλα.

λινγκάλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • κωδικός γλώσσας: ln

Μεταφράσεις[επεξεργασία]