λινγκάλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λινγκάλα < lingala
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λινγκάλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που ανήκει στην οικογένεια μπαντού. Μιλιέται στο βορειοδυτικό τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (Κονγκό-Κινσάσα, πρώην Ζαΐρ), σε ένα μεγάλο τμήμα της Δημοκρατίας του Κονγκό (Κονγκό-Μπραζαβίλ) και σε μικρότερο βαθμό στην Αγκόλα και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κωδικός γλώσσας: ln