λυπεῖ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λυπεῖ

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του λυπέω - λυπῶ
  2. β΄ πρόσωπο ενικού, συνηρημένο, οριστικής ενεστώτα του λυπέομαι - λυποῦμαι (ασυναίρετο λυπέει ή λυπέῃ)