μαζόχας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαζόχας < μαζοχιστής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαζόχας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]